Μόλις ξημέρωσε Αύγουστος
έφυγε βιαστικός.
Χωρίς χαμόγελο αλμυρό,
χωρίς στερνή ματιά.
Το αεικίνητο σώμα παγιδευμένο,
τα ανήσυχα μάτια σβηστά,
το σγουρό στόμα στεγνό
και τα σκαμμένα χέρια
-ας μη διακρίνονταν ποτέ-
δεμένα σφιχτά κάτω από λευκή ποδιά.
Αβάσταχτο πλάνο
η ζωή που σιωπά.
Μόνο στο δάκρυ μένει φωνή.
Κάποτε έρχεται σαν ψίθυρος,
άλλοτε κυλά εκκωφαντικά.
Μοιράζει φόβο,
γίνεται απόγνωση,
γλιστρά απαλά
επάνω στο λεπίδι του χρόνου
που μας αντικρίζει κατάματα
σαν συνήθης ύποπτος,
σαν βουβός θεριστής.
_
_