Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Για τον πατέρα μου

Σήμερα το βράδυ, ο πατέρας μου έφυγε από κοντά μας, γλυκός και ήρεμος, όπως πάντα. Δεν υπήρξε πολιτικός, μεγάλος καλλιτέχνης, επιστήμονας ή ήρωας πολέμου, αλλά ήταν σπουδαίος άνθρωπος και του οφείλω αυτά τα λόγια μνήμης.

Γεννήθηκε σε δύσκολα χρόνια, έζησε τη φτώχεια της κατοχής, δούλεψε από μικρό παιδί, εργάσθηκε τίμια, έφτιαξε μια μεγάλη οικογένεια και θυσίασε κάθε προσωπική πολυτέλεια για να μας εξασφαλίσει ό,τι καλύτερο. Πράος και καρτερικός, έκανε πάντα «το κουμάντο του», όπως έλεγε, και δεν χρωστούσε σε κανέναν. Δεν ζήτησε ποτέ του εξυπηρέτηση για τον ίδιο ούτε και για τα παιδιά του. Ό,τι πέτυχε και ό,τι απέκτησε προήλθε από το μόχθο του. Το ίδιο δίδαξε και σε εμάς με το παράδειγμά του.
 
Πέρα από αυτά όμως η σπουδαιότητά του ήταν άλλη: είχε ένα απλό, μα σπάνιο χάρισμα: μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους γύρω του ευτυχισμένους. Αστείρευτος, με πηγαίο χιούμορ και κέφι για ζωή. Τυχεροί όσοι βρέθηκαν στην παρέα του, τραγούδησαν μαζί του και γέλασαν με τα ανέκδοτα και τα καλοπροαίρετα πειράγματα του. Δίχως άλλο, η ψυχή που έφυγε σήμερα είναι η ψυχή της παρέας!

Εμείς όμως, η οικογένειά του, χάσαμε τον άνθρωπό μας. Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου ήταν ήδη 50 χρονών, με άσπρα μαλλιά και αργότερα στις βόλτες μας όλοι νόμιζαν πως ήταν παππούς μου. Ντρεπόμουν λίγο, αλλά εκείνος πάντα με λύτρωνε με το χιούμορ του. Σήμερα, που τον αποχαιρετώ στα 88 του χρόνια, πάλι ντρέπομαι λίγο, ντρέπομαι να κλάψω γιατί όλοι σκέφτονται ότι περιττεύουν τα δάκρυα για έναν παππού που είχε χορτάσει τη ζωή. Αλήθεια είναι, έφυγε πλήρης εμπειριών και περιστοιχισμένος από αγάπη. Ωστόσο εμείς, η μητέρα μας, τα παιδιά μας, μείναμε ορφανοί από τον καθημερινό του λόγο, το ζεστό του αγκάλιασμα, το γλυκό του βλέμμα, το φωτεινό του χαμόγελο. Άλλωστε, ποιος άλλος θα διαφημίζει με τόση περηφάνια τα κατορθώματά μας;

Με παρηγορεί μόνον ότι αν υπάρχει παράδεισος, από σήμερα θα είναι καλύτερος!

Να θυμάσαι μπαμπά μου: στην καρδούλα μας αφήνουμε για πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό... να βλέπεις φως και να ΄ρχεσαι κοντά μας!
 

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΕΝΟΣ ΕΤΟΥΣ ΣΙΓΗ


Μόλις ξημέρωσε Αύγουστος
έφυγε βιαστικός.
Χωρίς χαμόγελο αλμυρό,
χωρίς στερνή ματιά.

Το αεικίνητο σώμα παγιδευμένο,
τα ανήσυχα μάτια σβηστά,
το σγουρό στόμα στεγνό
και τα σκαμμένα χέρια
-ας μη διακρίνονταν ποτέ-
δεμένα σφιχτά κάτω από λευκή ποδιά.

Αβάσταχτο πλάνο
η ζωή που σιωπά.
Μόνο στο δάκρυ μένει φωνή.
Κάποτε έρχεται σαν ψίθυρος,
άλλοτε κυλά εκκωφαντικά.
Μοιράζει φόβο,
γίνεται απόγνωση,
γλιστρά απαλά 
επάνω στο λεπίδι του χρόνου
που μας αντικρίζει κατάματα
σαν συνήθης ύποπτος,
σαν βουβός θεριστής.

_