Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

HAPPY BIRTHDAY DR. THEO !


Η αποστολή οργανώθηκε και εκτελέστηκε με πλήρη επιτυχία:

Το Σάββατο 3.3.2012 η μεγάλη φαμίλια μας πέταξε

από Θεσσαλονίκη και Αθήνα προς Ντίσελντορφ

για να τιμήσει τον τρελό αδερφό μας που έγινε 40 αλλά μυαλό δε λέει να βάλει.


Το πάρτι ξεκίνησε από το σπίτι
όπου έπεσαν και τα πρώτα φιλιά
και τελικά μεταφέρθηκε σε ντίσκο του Μπόχουμ,
όπου έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν μικροί και μεγάλοι



Όλα ξεκίνησαν με ένα συρτάκι και συνεχίστηκαν ως το πρωϊ

[λογοκριμένα πλάνα]

Μετά από 24 ώρες σε γερμανικό έδαφος πήραμε το αεροπλάνο της επιστροφής
και το hangover ήταν τέτοιο που έβλεπα καμηλοπαρδάλεις στο αεροδρόμιο


Φυσικά όσοι έμειναν αταξίδευτοι
πήραν τουλάχιστον τα αναμνηστικά τους


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

ΑΝΑΜΙΚΤΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


Το 3ήμερο της Καθαράς Δευτέρας (24-27.2) πραγματοποιήσαμε επιτέλους το ταξίδι στην Πόλη το οποίο επιθυμούσαμε εδώ και αρκετά χρόνια αλλά διαρκώς το αναβάλαμε.

Οι περιγραφές που συλλέγαμε τα τελευταία χρόνια από συγγενείς και φίλους που είχαν επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη ήταν ενθουσιώδεις... άρα και οι προσδοκίες μας μεγάλες! Οργανωθήκαμε λοιπόν (έτσι πιστεύαμε τουλάχιστον) και αναχωρήσαμε με ανεβασμένη διάθεση...

(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: 1.Ένας παιδικός φίλος που συνάντησα τυχαία στο δρόμο μία ημέρα πριν φύγουμε μου μίλησε για ανάμικτα συναισθήματα από την Πόλη, αλλά δεν έδωσα σημασία. 2. Στο check in, πριν αναχωρήσουμε από Θεσσαλονίκη, ένας life style «δημοσιογραφίσκος» της πόλης μας διατεινόταν ότι «η Τουρκία έχει φύγει πολύ μπροστά»)

Η πτήση με την Turkish airlines ήταν εξαιρετική, σύντομη και με κολατσιό... πίνοντας Αyran σκεφτόμουν την παραπάνω παρένθεση και ανυπομονούσα να φτάσουμε.

Αφού λάβαμε τη θεώρηση εισόδου (visa), αφήσαμε πίσω το Havalimani (αεροδρόμιο) Ataturk με κατεύθυνση προς Ταξίμ, όπου το δωμάτιό μας στο ξενοδοχείο ”istanbulinn”

μας περίμενε καθαρό, ευρύχωρο

και με θέα στο Βόσπορο...


Xωρίς να ανοίξουμε βαλίτσα βγήκαμε άρον άρον να πάρουμε γεύση από την Πόλη.

Το πρώτο πράγμα που μας έκανε εντύπωση ήταν το τσουχτερό κρύο για το οποίο δεν ήμασταν προετοιμασμένοι... (τελικά αναγκαστήκαμε να αγοράσουμε τα προστατευτικά για τα αυτιά που φορούσαμε στην παγωμένη Πράγα).

Το δεύτερο πράγμα που μας έκανε εντύπωση ήταν οι βιτρίνες με τα φαγητά στα ταψιά και τα σιροπιαστά (μάλλον επειδή πεινούσαμε).

Το τρίτο πράγμα που μας έκανε εντύπωση ήταν ίσως το κόκκινο «νοσταλγικό» τραμ που διασχίζει την Istiklal.


Δυστυχώς όμως δεν μας συγκίνησε κάτι άλλο στο περιβόητο Ταξίμ, το οποίο ως πλατεία δεν είχε τίποτα να επιδείξει, είναι απλά η αφετηρία ενός μεγάλου εμπορικού πεζόδρομου (Istiklal) που αντιγράφει τους γνωστούς αντίστοιχους πεζόδρομους των δυτικoευρωπαϊκών πόλεων χωρίς να προσφέρει ούτε ίχνος ανατολίτικης ατμόσφαιρας... ούτε και χαμηλές τιμές... αν ήθελα λοιπόν να ψωνίσω Benetton, δε χρειαζόταν να πάω στην Πόλη για να το βρω. Γι’ αυτό μου κάνει εντύπωση που ο συγκεκριμένος πεζόδρομος πλημμυρίζει από ένα εντυπωσιακό «ποτάμι» κόσμου και τουριστών που καίγονται να τον διασχίσουν. Μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι τα μνημεία είναι ανοιχτά ως τις 5μ.μ. και από εκεί κι έπειτα η μόνη διέξοδος είναι να ξοδέψεις λίρες στην αγορά της Istiklal που λειτουργεί ως τις 10 το βράδυ ακόμη και την Κυριακή.

Έτσι κι εμείς αναγκαστήκαμε να διαβούμε αρκετές φορές την Istiklal.

Την πρώτη ημέρα μας έβγαλε ως τον Πύργο του Γαλατά

που προσφέρει πράγματι καταπληκτική θέα.

Στη συνέχεια διασχίσαμε τη Γέφυρα του Γαλατά η οποία δεν έχει κανένα στυλ, καμία ατμόσφαιρα, καμία ομορφιά, είναι μια μεγάλη άσφαλτος πάνω από τον Κεράτιο. Εκεί όμως βαπτίζεσαι με την ανεξίτηλη μυρωδιά του λιμανιού (σαν το ψαρόλαδο του Καββαδία). Ενδιαφέρον έχουν και τα «σωθικά» της Γέφυρας που λειτουργούν ως ψαραγορά καθώς και η εμπειρία να πίνεις τσάι το βράδυ κάτω από τη Γέφυρα βλέποντας το φωτισμένο Γενί Τζαμί.

Αυτό που μας ενόχλησε εν γένει είναι ότι δεν βρήκαμε την ατμόσφαιρα που φανταζόμασταν. Δεν ήμουν μεν βέβαιος ότι θα συναντούσαμε το αυθεντικό ανατολίτικο στοιχείο στην Πόλη, αλλά πίστευα εναλλακτικά ότι θα ζήσουμε μια πιο «έθνικ» εμπειρία. Δυστυχώς, δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Η Πόλη μας χάρισε μια πολύ light γεύση Ανατολής λόγω μιναρέδων, ναργιλέδων, μουεζίνιδων κλπ., αλλά κατά βάση παρέμεινε στα μάτια μας μια υπερτιμημένη μεγαλούπολη χωρίς αυθεντική ταυτότητα και χωρίς ποιότητα.

Η δεύτερη ημέρα μας ξεκίνησε πάλι διασχίζοντας την Istiklal με το νοσταλγικό και αργό τραμ

(τουλάχιστον εκπλήρωσα το ονειρό μου να πηδήξω

από κινούμενο τραμ όπως κάνουν στο σινεμά)

για να καταλήξουμε τελικά με ταξί στο Μπλε Τζαμί.

Αναμονή, παπούτσια στο χέρι και γεύση από μουσουλμανική θρησκεία σε ένα επιβλητικό τζαμί.

Παρεπιμπτόντως, νομίζω ότι όποιος (μη μουσουλμάνος) επισκέπτεται ένα τζαμί καταλαβαίνει πολύ γρήγορα ότι δεν θα είχε νόημα να επισκεφθεί και άλλα…

Ακριβώς απέναντι η Αγία Σοφία… την επισκεφθήκαμε χωρίς να μας πιπιλίσει το κεφάλι κανένας εθνικάρας ξεναγός (θυμόμασταν και από μόνοι μας τη βυζαντινή φιλολογία των σχολικών βιβλίων). Έτσι, απλώς θαυμάσαμε την αρχιτεκτονική

και τα ελάχιστα ψηφιδωτά του εξώστη

και φύγαμε χωρίς κανένα στενόχωρο αίσθημα αγανάκτησης, χωρίς να ξεπηδήσουν από μέσα μας ανοησίες του τύπου “πάλι με χρόνια με καιρούς…”. Αντιθέτως, θα προτιμούσα να έχω αποφύγει αυτήν την άχαρη επίσκεψη που απομυθοποίησε τελείως την παιδική φαντασίωση μιας Αγίας Σοφίας με τη μεγαλοπρέπεια του ιουστινιάνιου “Νενικηκά σε Σολωμών”. (Ίσως έπρεπε επισκεφθούμε πρώτα την Αγία Σοφία καθώς το ιστορικά μεταγενέστερο Μπλε Τζαμί την επισκιάζει.)

Επόμενη στάση μας το παλάτι Τοπ Καπί με τους αμύθητους θησαυρούς.

Χρειαστήκαμε δυο ωρίτσες να το δούμε, αλλά μάλλον άξιζε τον κόπο.


Η βόλτα μας στην υπόλοιπη περιοχή του Σουλτάναχμετ (Ιππόδρομος, Γερμανικό Συντριβάνι, οβελίσκος του Θεοδόσιου κλπ.) συνεχίστηκε με ζεστό σαλέπι στο χέρι.


Περπατώντας φτάσαμε τελικά στο Καπαλί Τσαρσί (Σκεπαστή Αγορά)

για μια μοναδική εμπειρία:

χαθήκαμε σε έναν πραγματικό λαβύρινθο παζαριού δίχως αρχή και τέλος.

Η οριεντάλ ατμόσφαιρα απουσίαζε και πάλι, αλλά αν είσαι φαν του παζαρέματος είναι το κατάλληλο μέρος για να εξαντλήσεις τις ικανότητές σου. Ως διά μαγείας καταφέραμε κάποια στιγμή να ξεμπλέξουμε και να βρούμε την έξοδο.

Χωρίς συγκεκριμένο στόχο κατηφορίσαμε προς τον Κεράτιο κόλπο και καταλήξαμε στην Αιγυπτιακή αγορά των μπαχαρικών.

Αυτή η απρογραμμάτιστη διαδρομή ήταν μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα της εκδρομής μας.

Βαδίζοντας σε στενά που μύριζαν καπνό, μπαχάρι και φρέσκο παστουρμά

αποφασίσαμε να ολοκληρώσουμε αυτήν τη σπάνια ανατολίτικη ατμόσφαιρα ικανοποιώντας την πείνα μας με ένα παραδοσιακό πικάντικο κεμπάπ ψημένο σε λαμαρίνα με κάρβουνα, σερβιρισμένο σε ένα μεγάλο μεταλλικό σινί που λειτουργούσε σαν χαμηλό τραπέζι.

Δίπλα άχνιζαν τα φρεσκοψημένα κιουνεφέ στον τσίγκο, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα τους. Μετά από αρκετό Ayran για να σβήσει το κάψιμο πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Η κίνηση του Σαββατόβραδου ήταν απίστευτη... το ταξί χρειάστηκε περίπου μισή ώρα για να διασχίσει τη Γέφυρα του Γαλατά... ευτυχώς είχαμε παζαρέψει την τιμή από πριν. Η διατροφική κραιπάλη συνεχίστηκε στο πλημμυρισμένο Ταξίμ όπου δοκιμάσαμε από κουλούρι (simit) μέχρι ψιλοκομμένο κοκορέτσι. Περιέργως, δεν μας πείραξε τίποτα!

Μετά από δύο ημέρες στην Πόλη, οι σκέψεις έβραζαν στο κεφάλι μου... οι προσδοκίες μας ήταν σίγουρα άστοχες, αλλά αδυνατούσα να το πιστέψω. Εκτός αυτού, η Κωνσταντινούπολη αποδείχθηκε ιδιαίτερα αφιλόξενη για μας τους «αυτόνομους ταξιδευτές». Αρχικά πίστεψα ότι το λάθος ήταν δικό μας που δεν επιλέξαμε μια οργανωμένη εκδρομή με γκρουπ, αλλά τελικά αναθεώρησα. Ο βασικός λόγος που ταξιδεύουμε αυτόνομα είναι για να ζήσουμε μια πιο αυθεντική εμπειρία και αυτό ακριβώς συνέβη στην Πόλη, απλώς η εμπειρία δεν ήταν η προσδοκώμενη. Γενικώς, από την πρώτη ημέρα καταλάβαμε ότι όλος ο προσανατολισμός της Πόλης ήταν να μας πάρει χρήματα. Βέβαια ίδια ήταν η στόχευση και στη Ρώμη αλλά εκεί γινόταν με αξιοπρέπεια, ενώ στην Πόλη ένιωθες θύμα εκμετάλλευσης. Μάλιστα, αν και έχουν περάσει αρκετές ημέρες από το ταξίδι μας συνεχίζω να έχω την ίδια άποψη... Πιο συγκεκριμένα, η εκμετάλλευση δεν είναι περιστασιακή ή ατυχές συμβάν, ξεκινά ως επίσημη και απροκάλυπτη κρατική επιλογή: Σε όλα τα μνημεία, μουσεία, αξιοθέατα κλπ. οι τιμές εισόδου είναι “φωτιά” (δικαίωμά τους βέβαια, το ίδιο ισχύει και σε άλλες πόλεις). Αυτό που ενοχλεί ιδιαίτερα όμως είναι η τεράστια διαφορά τιμής αλλά και αντιμετώπισης σε σύγκριση με τους Τούρκους πολίτες ("turkish people"). Επισήμως, ο ξένος διαχωρίζεται από τον Τούρκο και πληρώνει 3 ή 4 φορές παραπάνω. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Τούρκοι έχουν απόλυτη προτεραιότητα και ξεχωριστή είσοδο (και δεν εννοώ μόνον τα τζαμιά, όπου η αναγραφόμενη διάκριση σε Τούρκους και ξένους είναι επίσης ανεπίτρεπτη... το ορθό θα ήταν προσκυνητές και επισκέπτες). Επίσης, οι συμφέρουσες ημερήσιες κάρτες πρόσβασης σε περισσότερα μουσεία απευθύνονται αποκλειστικά σε Τούρκους πολίτες. Η λογική αυτή μεταφέρεται βέβαια και στις συναλλαγές με τους ιδιώτες. Οι ταμειακές μηχανές και οι αποδείξεις σπανίζουν, οι υπολογισμοί γίνονται με το μάτι και αναπόφευκτα την επιβάρυνση φέρει ο πελάτης-τουρίστας. Φυσικά, αν διανοηθεί κανείς να κυκλοφορήσει με ευρώ θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Προσοχή: Το περιβόητο παζάρεμα των τιμών δεν ισχύει πουθενά αλλού, εκτός από το Καπαλί Τσαρσί και τα ταξί. Οπουδήποτε αλλού δεν μας χάρισαν ούτε δεκαράκι.

Η Κυριακή αφιερώθηκε στο Ντολμά Μπαχτσέ και στο Βόσπορο.

Από το Ντολμά Μπαχτσέ

θα μας μείνει ο πλούτος του

αλλά και ένας ανεκδιήγητος ξεναγός-καρτούν.

Από τη μίνι κρουαζιέρα μας στο Βόσπορο

θα θυμόμαστε σίγουρα τις υπερπολυτελείς βίλες στην ασιατική όχθη. Φυσικά το απόγευμα, διασχίσαμε ακόμη μια φορά την Istiklal… και καταλήξαμε για γλυκό στο “Saray”… είχε έρθει η ώρα του ζεστού κιουνεφέ με συνοδεία Dodormarli Salep (σαλέπι με ντοντουρμά).


Εκτός από την απρόσμενη διάκριση σε βάρος των ξένων, που σε κάνει να αισθάνεσαι κουτόφραγκος, ο μοναχικός επισκέπτης της Πόλης υποφέρει και για δύο ακόμη βασικούς λόγους: τις συγκοινωνίες και τη γλώσσα. Μολονότι η Πόλη διαθέτει όλα τα μέσα συγκοινωνίας (μετρό, τραμ, λεωφορεία, οδοντωτούς, βαποράκια, ταξί) η λειτουργία και η διασύνδεσή τους είναι τουλάχιστον άβολη. Ενδεικτικά: η μετακίνηση από το Ταξίμ στο Σουλταναχμέτ (Αγία Σοφία, Μπλε Τζαμί, Τοπ Καπί) απαιτεί τρία διαδοχικά μέσα συγκοινωνίας και τελικά καταφεύγεις στο ακριβό ταξί, ενώ το Φανάρι (Πατριαρχείο, Μονή της χώρας κλπ.) δεν συνδέεται με κανένα μέσο συγκοινωνίας. Αφετέρου, είναι απορίας άξιον πως υπάρχει τέτοια αδυναμία συνεννόησης σε μια τόσο τουριστική πόλη... σε κρίσιμα τουριστικά σημεία (εισόδους μνημείων, ταμεία, εκδοτήρια, αυτόματους πωλητές) δεν υπάρχουν καν επαρκείς οδηγίες και κατευθύνσεις. Ένα-δυο παραδείγματα: Στεκόμασταν σαν αγράμματοι μπροστά σε ένα Jetonmatic (μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων τραμ) με μια τεράστια ουρά πίσω μας και η μόνη λέξη που μπορούσαμε να διαβάσουμε και να καταλάβουμε ήταν το «ΟΚ». Σε είσοδο μουσείου πάνω στην Istiklal δύο φύλακες αδυνατούσαν να μας πουν τι ώρα κλείνει, ο ένας άνοιξε το κινητό για να μας δείξει τον αριθμό 4 ενώ ο άλλος επαναλάμβανε «νο ίνγκλις». Στο δαιδαλώδες Τοπ Καπί δεν υπάρχει ούτε μία σήμανση σε καμία γλώσσα για να καθοδηγήσει τον επισκέπτη, η ευαισθησία τους εξαντλείται στο «νο φωτος, νο βίντεο». Σημειωτέον ότι δεν θέλω να ξανακούσω πως στην Πόλη μιλούν ελληνικά... τα μόνα που ξέρουν να λένε όλοι οι πωλητές σαν χαλασμένα κασετόφωνα είναι «Μπατζανάκ», να φωνάζουν τους άνδρες «Γιώργο» και τις γυναίκες «Μαρία Μανταλένα», να ρωτάνε «τι θέλεις» και «πόσο» και να μετράνε ως το δέκα... αν ξεφύγεις από αυτά γελάνε αμήχανα.

Η τελευταία νύχτα ήταν βραδιά όσκαρ... χολιγουντιανό ξενύχτι στην Πόλη!

Νωρίς το πρωΐ, ο «αρτίστας» σήκωνε την κούπα ενώ προσπαθούσα, "sleepless in Istanbul", να πακετάρω τα τελευταία πολίτικα λουκούμια για την επιστροφή μας.

Στην πτήση προς Θεσσαλονίκη, παρά την ασύγκριτη νύστα, αγωνιζόμουν να ανασυντάξω τις σκέψεις μου. Από παραδίπλα κρυφάκουγα κάτι ενθουσιώδεις συζητήσεις για την φιλοξενία των Τούρκων που είναι σαν αδέλφια μας. Εμείς πάντως νιώθαμε ανακουφισμένοι που επιστρέφαμε και αυτό είναι μάλλον αρνητικό μετά από ένα ταξίδι αναψυχής. Αν ταξιδεύαμε με γκρουπ δεν θα είχαμε νιώσει σχεδόν τίποτα από τα παραπάνω... Εντούτοις, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος νομίζω ότι με μια πιο προσεκτική οργάνωση θα μπορούσαμε και μόνοι μας να αποκομίσουμε καλύτερες εντυπώσεις. Είναι προφανές τώρα ότι όταν οργανώνεις μια αυτόνομη εκδρομή δεν μπορείς να ακολουθείς το πλάνο ενός τουριστικού γκρουπ, δηλαδή η επιλογή της πλατείας Ταξίμ για τη διαμονή μας ήταν σαφώς άστοχη και μας ταλαιπώρησε. Αποδείχτηκε σωστή η συμβουλή που είχα διαβάσει σε ένα φόρουμ: «Ο ταξιδιώτης που επισκέπτεται πρώτη φορά την Πόλη πρέπει να μείνει οπωσδήποτε στο Σουλταναχμέτ, τη δεύτερη φορά πρέπει να μείνει οπωσδήποτε στο Σουλταναχμέτ και την τρίτη φορά πρέπει να μείνει οπωσδήποτε στο Σουλταναχμέτ». Πάθαμε και μάθαμε για την επόμενη φορά...